- ακολούθηση
- ηπαρακολούθηση, συνέπεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ακολούθηση — η (Α ἀκολούθησις) [ἀκολουθῶ] 1. εξακολούθηση, συνέχεια 2. επακολούθημα, συμπέρασμα αρχ. υπακοή, συμμόρφωση … Dictionary of Greek
ἀκολουθήση — ἀκολούθησις following fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσῃ — ἀκολουθήσηι , ἀκολούθησις following fem dat sg (epic) ἀκολουθέω follow aor subj mid 2nd sg ἀκολουθέω follow aor subj act 3rd sg ἀκολουθέω follow fut ind mid 2nd sg ἀ̱κολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱κολουθήσῃ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολουθήσηι — ἀκολούθησις following fem dat sg (epic) ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow aor subj mid 2nd sg ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow aor subj act 3rd sg ἀκολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow fut ind mid 2nd sg ἀ̱κολουθήσῃ , ἀκολουθέω follow futperf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)